ΒΙΤΑΜΙΝΗ D (Vitamin D) : Ανεπάρκεια, αντιμετώπιση στην κύηση και τον θηλασμό.
Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού, μεταξύ των οποίων η διατήρηση της ομοιόστασης του ασβεστίου και του φωσφόρου στο έντερο και τα οστά.
Η έλλεψή της προκαλεί διαταραχές των οστών, όπως ραχίτιδα στα παιδιά και οστεοπόρωση στους ενήλικες. Λόγω της ύπαρξης υποδοχέων της VitD σε όλους σχεδόν τους ιστούς και τα κύτταρα, φαίνεται πως συμμετέχει σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού. Για το λόγο αυτό τα τελευταία χρόνια έχει συγκεντρώσει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον καθώς ανακύπτουν συνεχώς νέα δεδομένα σχετικά με το ρόλο της στη συνολική υγεία.
Τι είναι η Βιταμίνη D:
Η Βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με πολλαπλές λειτουργίες στο ανθρώπινο σώμα. Εκτός από την ευρύτατα γνωστή δράση της στην καλή υγεία των οστών, έχει διαπιστωθεί ότι συμβάλλει στη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, στην τόνωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στη διάθεσή μας και στη βελτίωση διαφόρων νευροψυχιατρικών νόσων.
Ποιες είναι οι πηγές της Vit. D:
Η βιταμίνη D είναι σύμπλεγμα δύο βιταμινών, της εργοκαλσιφερόλης (D2), η οποία βρίσκεται σε τρόφιμα φυσικής προέλευσης (πχ ζυμομύκητες και μανιτάρια) και της χοληκαλσιφερόλης (D3), η οποία λαμβάνεται από τις ζωικές τροφές και είναι αυτή που σχηματίζεται στο δέρμα υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVΒ).
Το δέρμα παράγει Vit. D όταν εκτίθεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου (UVΒ). Το σώμα μας είναι ικανό να την αποθηκεύσει και να τη χρησιμοποιήσει αργότερα.
Η ποσότητα που παράγεται με τον τρόπο αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία, το χρώμα του δέρματος, η ώρα της ημέρας, η εποχή, το υψόμετρο. Επίσης, η ένδυση και η χρήση αντιηλιακών (δικαίως, λόγω του κινδύνου καρκίνου του δέρματος, ιδιαίτερα σε ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες και σε χώρες με έντονη ηλιοφάνεια όπως η δική μας), μειώνουν την παραγωγή της Vit. D.
Ο οργανισμός μας μπορεί να προσλάβει Vit. D εκτός από την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, από συγκεκριμένες τροφές καθώς και συμπληρώματα Vit. D.
ΤΡΟΦΕΣ με Vit. D:
Οι κυριότερες διαιτητικές πηγές της Vit. D περιλαμβάνουν
- Τα λιπαρά ψάρια (σολωμός, σαρδέλες, σκουμπρί ,τόνος, πέστροφα)
- Ο κρόκος του αυγού
- Εμπλουτισμένα τρόφιμα, όπως τα δημητριακά, το γάλα, χυμοί και το βούτυρο
Το 90% της Vit. D προέρχεται από την έκθεση του δέρματος στον ήλιο, ενώ το υπόλοιπο 10% λαμβάνεται μέσω της διατροφής ή με τη μορφή διατροφικών συμπληρωμάτων.
Μέτρηση επιπέδων στο αίμα
Κλινικά γίνεται μέτρηση στο αίμα της hydroxyvitaminD ή 25(OH)D – Δείκτης αποθηκευμένων ποσοτήτων της βιταμίνης στον οργανισμό.
Ισχύουν τα εξής:
- Φυσιολογικές θεωρούνται τιμές 25(OH)D>20ng/ml (50nmol/L)
- Ανεπάρκεια Vit.D όταν οι τιμές της 25(OH)D κυμαίνονται μεταξύ 12 και 20ng/ml.(30 έως 50 nmol/L)
- Έλλειψη Vit.D σε επέπεδα 25(OH)D<12nm/ml.
- Κίνδυνος τοξικότητας από Vit. D υπάρχει σε επίπεδα > 100 ng/ml (>250 nmol/L), με συμπτώματα όπως ανορεξία, απώλεια βάρους, αδυναμία, κόπωση, αποπροσανατολισμό, εμετό και δυσκοιλιότητα.
Σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας της βιταμίνης D θα πρέπει να ζητήσετε συμβουλή ειδικού Ιατρού και Διατροφολόγου.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D – ΚΥΗΣΗ ΚΑΙ ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Ανεπάρκεια Vit. D
Η έλλειψη βιταμίνης D, είναι γνωστό πως επηρεάζει την ομοιόσταση των οστών και μπορεί να οδηγήσει σε ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία στους ενήλικες. Σε μητρική υποβιταμίνωση D τα νεογνά βρίσκονται σε κίνδυνο υποασβεστiαιμικών τετανικών σπασμών. Μικρή έλλειψη βιταμίνης D στη μητέρα μπορεί να αντισταθμιστεί από το έμβρυο μέσω της αυξημένης πρόσληψης ασβεστίου στην εμβρυοπλακουντιακή μονάδα. Γυναίκες σε κίνδυνο για ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι όσες ζουν στην Βόρεια Ευρώπη, ιδιαίτερα εκείνες με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, οι παχύσαρκες και εκείνες με μειωμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία για διάφορους λόγους.
Επιπλοκές στην εγκυμοσύνη που σχετίζονται με υποβιταμίνωση D:
- A. Επιπλοκές στη μητέρα και το έμβρυο
- Προεκλαμψία : υπάρχει συσχέτιση χαμηλών επιπέδων βιτ. D της μητέρας (<50 nmol/l) με την εμφάνιση σοβαρής προεκλαμψίας πριν τις 34 εβδομάδες κύησης και γέννησης νεογνών χαμηλού βάρους (SGA: small for gestational age infants)
- Χαμηλό βάρος γέννησης
- Διαταραχές στο μεταβολισμό της γλυκόζης στην εγκυμοσύνη. Είναι γνωστή η επίδραση της υποβιταμίνωσης D στο μεταβολισμό της γλυκόζης στο γενικό πληθυσμό. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να αποδειχτεί η συσχέτιση των χαμηλών επιπέδων Vit. D της μητέρας, με την εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη στην εγκυμοσύνη (GDM).
- B. Επιπλοκές στο νεογνό
- Η μητρική ανεπάρκεια βιταμίνης D σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο νεογνό. Η ανεπάρκεια Vit D είναι βασική αιτία υποασβεστιαιμικών σπασμών στο νεογνό και στα βρέφη.
- Γ. Σκελετικές βλάβες και ανάπτυξη
- Η υποβιταμίνωση D της μητέρας σχετίζεται με διαταραχές στην ανάπτυξη και το σχηματισμό των οστών του εμβρύου. Είναι πιθανό να οδηγήσει σε μειωμένη οστική πυκνότητα στην παιδική ηλικία, καθώς και οστεοπορωτικά κατάγματα στην ενήλικη ζωή.
- Δ. Ωρίμανση των πνευμόνων και διαταραχές ανοσοποιητικού στην παιδική ηλικία
- Υπάρχει συσχέτιση χαμηλών επιπέδων Vit D στην εγκυμοσύνη και εμφάνισης άσθματος στην παιδική ηλικία και λοιπών αλλεργικών και λοιμωδών εκδηλώσεων .
ΣΥΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΗΛΑΣΜΟ
- Γενικά συνίσταται ελάχιστη πρόληψη 400-600 διεθνών μονάδων Vit. D ημερησίως σε έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες, είτε μέσω διατροφής και ηλιακής έκθεσης, είτε μέσω συμπληρωμάτων διατροφής. Συστήνεται η συστηματική εκτίμηση της 25(OH)D στο 1ο και 2ο τρίμηνο κατά την κύηση.
- Σε γυναίκες μe υψηλή πιθανότητα ανεπάρκειας Vit D προτείνεται η μέτρηση της 25(OH)D και η ερμηνεία των αποτελεσμάτων θα πρέπει να εξατομικεύεται.
Γυναίκες με υψηλή πιθανότητα ανεπάρκειας Vit D είναι εκείνες με οστεοπόρωση, οστεομαλακία, σκουρόχρωμο δέρμα, χρόνια νεφρική νόσο, σύνδρομα δυσαπορρόφησης και φλεγμονώδεις νόσους εντέρου, οι παχύσαρκες, η λήψη κορτικοστεροειδών και αντιεπιληπτικών φαρμάκων. Σε ανεπάρκεια Vit. D στην κύηση και τον θηλασμό συστήνεται η χορήγηση 1000-4000 Units ημερησίως.
Σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης προεκλαμψίας στην κύηση προτείνεται η λήψη 800 IU Vit D ημερησίως σε συνδυασμό με ασβέστιο.
Ως ελάχιστη τιμή συγκέντρωσης 25(OH)D κατά την κύηση προτείνονται τα 20 ng/ml.